λογοτεχνεσ

ΝΤΑΦΟΥΛΗ ΜΑΡΙΑΝΘΗ

ΟΝΟΜΑ:

ΜΑΡΙΑΝΘΗ

ΕΠΙΘΕΤΟ:

ΝΤΑΦΟΥΛΗ

ΙΔΙΟΤΗΤΑ:

ΤΟΠΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

ΚΥΨΕΛΗ ΑΡΤΑΣ

Ίκλι Αβρίκ, εκδ. Ιούλιος του 2020 από τις Εκδόσεις «Μωβ Σκίουρος»

Γεννήθηκα το 1976 στη Λάρισα και η μητέρα μου κατάγεται από την Κυψέλη Ν. Άρτας.

Σπούδασα στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στο Δημόσιο Δίκαιο στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.

Εργάζομαι ως Δικηγόρος από το 2000 στην Αθήνα. Έχω εργαστεί ως επιστημονικός συνεργάτης και νομικός σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και σε φορείς του και είμαι νομικός σύμβουλος στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Έχω εκπονήσει για λογαριασμό της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής της Unicef την ετήσια έκθεση για την κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα το 2016.

Το Ίκλι Αβρίκ, που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2020 από τις Εκδόσεις «Μωβ Σκίουρος», είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα και το πρώτο επίσημο «σκασιαρχείο» μου από τα δικόγραφα και τις γνωμοδοτήσεις.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΕΡΓΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΡΓΟΥ

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΙΚΛΙ ΑΒΡΙΚ» ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΘΗΣ ΝΤΑΦΟΥΛΗ

Αυτός μ’ έμπλεξε, που λες. Ο αγαπητικός. Πού τόνε βρήκα; Μάγκας και χασικλής απ’ τους λίγους. Και το τσιγγάνικο το αίμα του έβραζε. Μ’ είχε βάλει στο μάτι απ’ όταν ήμουν δεκατέσσερα. Ούτε που του ’δινα σημα­σία στην αρχή. Παιδί ήμουν. Δεν είχα μυαλό για έρωτες. Και όταν ήρθε ο καιρός για έρωτες, δεν είχα μυαλό. Αυτά δεν πάνε μαζί. Το ξέρεις… Έτσι δεν είναι; Άρχισε το κόρ­τε αυτός. Είχε και τ’ όνομα του γυναικά. Θαμπώθηκα εγώ το κουτορνίθι που γύρισε και με κοίταξε αυτός που όποια ήθελε μπορούσε να ’χε. Και μάθαινα τα κατορθώ­ματά του στη γειτονιά. Όλοι τα μαθαίνανε. Ήταν μάγκας απ’ τους λίγους, λέγανε. Γυρεύανε να τον τσακώσουν οι χωροφυλάκοι, αλλά όλο τους γλίστραγε. Δεν είχανε με τι να τον τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και να τον μπουζου­ριάσουνε. Δεν τολμούσε κανείς να μαρτυρήσει γι’ αυτόν τίποτα. Είχε και τους δικούς του στη φυλή που του κάνα­νε πλάτες. Ξέρεις δα τι συνάφι είν’ οι Γύφτοι. Μου ’κανε τα γλυκά μάτια, μου ’πε κάνα δυο ερωτόλογα. Καρφώθη­καν στο μυαλό μου και τα κλωθογυρνούσα. Άμαθη ήμουν τότε απ’ τα λόγια των αντρών, τι νομίζεις… Τα πήρα τοις μετρητοίς. Τέτοιο στραβάδι ήμουνα. Μετά ανοίξανε τα μάτια μου. Αετός έγινα. Δεν μ’ έπιανε κανείς μετά. Τότες όμως, έρωτας και στραβομάρα.

Έτσι είναι, άμα δεν πάθεις δεν θα μάθεις. Μετά τους χόρευα στο ταψί εγώ τους άντρες.

Που λες, αυτός μ’ έμπασε στα Βούρλα. Εκεί μπαινό­βγαινε η αφεντιά του έτσι κι αλλιώς. Τα ’ξερε τα κατα­τόπια. Τον γνώριζαν οι πουτάνες. Είχε τον τρόπο του να τις καλοπιάνει. Τον συμπαθούσε κι η μαντάμ Ντουντού, που δεν συμπαθούσε ούτε τ’ άντερά της. Μου ’πε θα πιάσω την καλή εκεί και τέρμα η φτώχεια κι οι παρά­γκες. Θα με πρόσεχε αυτός. Θα ξελασπώναμε και μετά θα ζούσαμε μαζί. Παραμύθια. Του γυάλισα. Ήμουν πιτσι­ρίκα. Ήμουν νόστιμη. Ήξερε πως θα ’πιανε την καλή με μένα στα Βούρλα για μερικά χρονάκια. Και βάλθηκε να με ξελογιάσει. Δεν ήταν και δύσκολο. Μουντζωμένοι κι οι δυο, κατσίβελος αυτός, προσφυγάκι εγώ, βάλε βράσε. Απόκληροι. Και τότε και τώρα, μα θες, το ίδιο δεν είναι; Τους παράτησα όλους. Έφυγα απ’ την παράγκα. Ούτε να τη δω δεν ήθελα. Η μάνα μου να πεθάνει έπεσε που τα ’μπλεξα μ’ αυτόν τον αλήτη απ’ τους τεκέδες. Πού να το φανταστεί ότι το κορίτσι της θα έμπλεκε με τον κατσίβελο και τις πουτάνες που έβριζε μέρα νύχτα. Ξεκί­νησα, που λες, στα Βούρλα. Είχα το δικό μου καμαράκι, την «μπούκα» που λέγανε τότες. Στην αρχή με κλάματα. Μετά συνήθισα.

Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Κι όλα τα ξεσυνηθίζει, Εύα, να το θυμάσαι.

Είχε έναν καφενέ εκεί απ’ έξω απ’ τα δωματιάκια. Εκεί την έβγαζα όταν δεν είχα πελάτες. Κονιάκ και ούζο. Με τ’ άλλα κορίτσια δεν είχα πολλά πάρε–δώσε. Λίγες κουβέντες. Τι κόσμος πέρασε απ’ το κορμί μου! Άρχισα να πονηρεύομαι. Είχα κάνα δυο τακτικούς πελάτες. Κα­λές περιπτώσεις. Τους χρειάστηκα μετά. Μου το ξεπλη­ρώσανε. Μα με το καλό, μα με το άγριο. Ήξερα τι χρει­άζεται για να πάρω αυτό που ήθελα. Έμαθα. Έμαθα να παίρνω αυτό που θέλω μετά. Αυτό του το χρωστάω του μπάσταρδου που μ’ έφερε στα Βούρλα. Έμαθα.

Όσο δεν ξέρεις, αγνή είσαι, σαν το περιστέρι. Όταν μάθεις, είσαι δυνατή. Όχι ευτυχισμένη. Αλλά δυνατή, ναι.

Ξέμπλεξα εγώ απ’ τα Βούρλα πριν τα κλείσουνε, το ’37. Και ξέμπλεξα νωρίτερα κι απ’ τον μάγκα τον κατσίβε­λο που ’χα νταβατζή στο κεφάλι μου. Τον φάγανε σ’ έναν καυγά. Άγιο το μαχαίρι που του χώσανε στα σωθικά. Σώ­θηκα. Γι’ αυτό δεν τη χώνεψα ώς τώρα τη φυλή τους. Έτσι που λες. Την έκανα κι εγώ την απόδραση απ’ τα Βούρλα. Καμιά εικοσαριά χρόνια νωρίτερα απ’ τους είκοσι επτά. «Τέλος!», είπα. Έβλεπα αυτές απ’ την τρίτη πτέρυγα κι είπα: «δεν θέλω να γίνω έτσι». Βαρέθηκα τη μάντρα, τις μπούκες, τ’ αρσενικά, τους νταβατζήδες και τα χασίσια. Βαρέθηκα τον φύλακα, τον γιατρό που ’ρχόταν να μας εξετάσει, τις πουτάνες και τους καβγάδες των νταήδων. Βαρέθηκα κι αυτούς τους καθωσπρέπει που τους έβλε­πα και πριν να τριγυρνάνε με τη γραβατούλα τους στη Δραπετσώνα μοιράζοντας υποσχέσεις. Αυτοί οι ίδιοι ήταν και μέσα στα Βούρλα. Το πρωί στη γυναίκα τους κύριοι. Το βράδυ σε μένα με ό,τι βίτσιο βάνει ο νου σου. Αυτούς τους κράτησα. Αμ, δε που θα τους άφηνα!

Το μουνί σέρνει καράβι, δεν λένε; Καλά λένε. Κι άμα το μουνί ξέρει τα μυστικά τους είναι επικίνδυνο πολύ.

Στο χέρι τούς κρατούσα αυτούς τους κυρίους. Κι είπα θα το εκμεταλλευτώ. Κι έτσι έκανα.

Να το θυμάσαι που σ’ το λέω.

 

Μια «διπολική» προσέγγιση στο «Ίκλι αβρίκ» της Μαριάνθης Νταφούλη

(από τον ποιητή και ιερέα ΠΑΥΛΟ ΚΑΣΤΑΝΑΡΑ στην παρουσίαση του βιβλίου)

Έχετε ανέβει ποτέ σε μηχανή μεγάλου κυβισμού; Έχετε νιώσει την αίσθηση ελευθερίας που χαρίζει; Συγχωρέστε με, σας μιλάω σαν διπολικός πάσχων άνθρωπος. Από τον ένα πόλο σας βλέπω με την ανοιχτωσιά μιας  ευρύχωρης θηλιάς  που μου χαρίζει η ιεροσύνη και απ’ την άλλη  με την ευρυχωρία περιορισμένης ευθύνης που μου χαρίζει η ποίηση, της οποίας σκύλος ειμί. Αυτοί οι δύο πόλοι ορίζουν κομμάτι του σύμπαντος που με περιβάλλει «με αγάπη και προδερμ».

Ας μιλήσουμε όμως σοβαρά  για το βιβλίο της Μαριάνθης « Ίκλι αβρίκ»

Συναντήθηκα με την Μαριάνθη, αφού είχα διαβάσει το βιβλίο της μονορούφι – κι ενώ εκείνη καίγονταν - ένα ζεστό λαρισαϊκό μεσημέρι σ’ ένα καφέ πάνω από ένα φούρνο που ξεφούρνιζε μεσημεριάτικα ψωμί. Πίστευα ότι δεν είχαμε τίποτα ιδιαίτερο να πούμε, αλλά το μυθιστόρημα που πριν είχα διαβάσει εκπυρσοκρότησε μέσα μου και με καθήλωσε - για τρεις ώρες και βάλε - κι έτσι αναγκάστηκα, ιερέας εγώ, να εξομολογούμαι στη Μαριάνθη τον ενθουσιασμό μου για το πόνημά της.

Την περίοδο του εγκλεισμού, βολτάριζαν με μηχανές στο δωμάτιό μου ο Ζωρζ Μπερνανός και για κόντρα ήρθε ο Αββάς Ζουλιέν. Ο ένας συγγραφέας σπουδαίος κι ο άλλος φιλάνθρωπος και ηγούμενος που το κοινό τους στοιχείο- εκ πρώτης όψεως- ήταν η αγάπη τους για της μηχανές. Το αναφέρω γιατί στο βιβλίο της Μαριάνθης υπάρχει η καθηλωτική  περιγραφή μιας βόλτας με μηχανή των πρωταγωνιστών. Η γραφή της ακολουθεί την ταχύτητα της μηχανής καταγράφοντας ταυτόχρονα μικρά στιγμιότυπα-λεπτομέρειες.

Αυτό απαιτεί ιδιαιτέρες συγγραφικές ικανότητες. Προσπάθησα μάταια να κατατάξω το μυθιστόρημα σε κατηγορία. Είδα ότι το περιεχόμενό του είναι πολιτικό, αστυνομικό, καταγγελτικό για τον ρατσισμό, ύμνος για τη φιλία, για τον αληθινό έρωτα, για την αγάπη της ίδιας της ζωής. Μέσα του οι χαρακτήρες είναι κατσίβελοι, τουρκόσποροι, παλιοκουμούνια, γύφτοι, παστρικές, χουντικοί, θρησκόληπτοι, πολιτικοί κρατούμενοι, ξυπόλυτα παιδιά και εραστές. Αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπινων χαρακτήρων περιγράφει την τωρινή και λίγο πιο πίσω χρονικά ιστορία του πολύπαθου αυτού τόπου. Αυτό που υφαίνει με εξαιρετική τεχνική είναι οι παράλληλες ιστορίες από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα. Ο κόσμος του περιθωρίου περιγράφεται με τη ντοστογιεφσκική προοπτική που στην αφήγηση διατηρεί την ελπίδα και την αγνότητά του. Η γραφή της παρουσιάζει έντονα λεπταίσθητες αποχρώσεις ποιητικές κι άλλοτε πιο πεζές, όπως το απαιτεί ο ρυθμός της αφήγησης, που δεν είναι σταθερός, αλλά μεταβάλλεται σαν ανθρώπινο χτυποκάρδι, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Εντυπωσιακή σκηνή αυτή που η σήψη και ο θάνατος, ως στοχασμός του ήρωα, ακολουθεί την πτώση ενός καρπουζιού που σκάει με ορμή στον δρόμο και διαλύεται.

Μέσα στο σύμπαν της Μαριάνθης υπάρχουν αναφορές στην χριστιανική πίστη και τη ζωή της εκκλησίας. Αυτό που για μένα είναι σπουδαίο συγγραφικά είναι η ώριμη κριτική για την ξεπεσμένη και συμβιβασμένη εκκλησιαστική πραγματικότητα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Το παιδικό βλέμμα είναι αυτό  που εντοπίζει μέλισσες, σφήκες, μπάμπουρες, σερσέγκια, αλογόμυγες, μύγες και ελικοπτεράκια μαύρα, καφέ και πρασινολαμέ, δηλ. σαφή και ξεκάθαρα πράγματα.

Μέσα στο αφήγημα της Μαριάνθης γίνεται σαφές ότι όταν δύο άνθρωποι ερωτεύονται γίνονται ο Αδάμ και η Εύα, πίνουν μπίρες και ανακαλύπτουν στα γυμνά σώματά τους ότι ως  πρωτόπλαστοι δεν έχουν αφαλό. Το ερωτικό σώμα δεν είναι πρόστυχο στην ευαισθησία και στην αγνή ματιά  της συγγραφέως.

Μια λέξη που με χτύπησε κυριολεκτικά είναι η λέξη «βολή». Το βόλεμα που είναι στασιμότητα και μυρίζει θάνατο. Από αυτό τρέχουν να σωθούν οι πρωταγωνιστές. Από τις έτοιμες λύσεις που προσφέρονται για ευρεία κατανάλωση, από κάθε λογής ερμηνείες, από τις υπαρξιακές βεβαιότητες, ακόμα κι απόδραση από τον ίδιο τον ανολοκλήρωτο εαυτό. Για να αποδράσει κανείς χρειάζεται  «να τρυπήσει το πρώτο τσιμέντο», μας λέει η συγγραφέας μέσω της γριάς Ευδοκίας, περιγράφοντας μια απόδραση από τη φυλακή. Το τσιμέντο της καρδιάς χρειάζεται να τρωθεί μας λένε και οι πατέρες της εκκλησίας για να αλλάξει ο άνθρωπος και να μη γευτεί θάνατο.

Ο τίτλος «Ίκλι αβρίκ» (Βγες έξω) για μένα τον διπολικό, που λέγαμε στην αρχή, είναι το πατερικό «φεύγε και σώζου», μην βολεύεσαι σε καμία βεβαιότητα. Οι καυσοκαλυβίτες άγιοι καίγανε το προσωρινό καλύβι τους γι’ αυτόν τον λόγο. Οι πρωταγωνιστές της Μαριάνθης δεν βολεύονται αλλά ψάχνουν την αλήθεια, έστω κι αν τρέφονται απ’ τα πικροράδικα του  Νίτσε.