λογοτεχνεσ

ΜΠΟΜΠΟΛΗ ΕΙΡΗΝΗ

ΟΝΟΜΑ:

ΕΙΡΗΝΗ

ΕΠΙΘΕΤΟ:

ΜΠΟΜΠΟΛΗ

ΙΔΙΟΤΗΤΑ:

ΤΟΠΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΡΤΑΣ

«Το Πεπρωμένο μύριζε Ορχιδέα ή Πράγματα Μικρά», μυθιστόρημα,
Εκδόσεις «Επιφανίου», Λευκωσία, 2007

«Το Τρίτο Ημισφαίριο», ποίηση, Εκδόσεις «Πέτρα», Αθήνα, 2010

«Ανιμολόγια», ποίηση, Εκδόσεις «Πικραμένος», Πάτρα, 2014

«Εκεί που ο Κύκλος», ποίηση, Εκδόσεις  «Το Δόντι», Πάτρα, 2016

“Με την  Αφή», ποίηση, Εκδόσεις  Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2020

 

Έγραψαν:

Η Ποίηση, ως πράξη Ελευθερίας

 

Μια ανάγνωση στην ποιητική γραφή

της Ειρήνης Μπόμπολη

 

                                                                                                                        

 

                                                                                                                         Τι είναι η Ποίηση;

    Η αντανάκλαση της ανυπαρξίας;

  Και πως χωράει μέσα της

  της ύπαρξης ο τόσος Πόνος;

Ανιμολόγια

Η Ποίηση, στην αναζήτηση απαντήσεων επί των θεμελιωδών υπαρξιακών ερωτημάτων, δεικνύει έναν δρόμο, που αν και δυσκολοδιάβατος, ακολουθείται από τους έχοντες εμβαπτιστεί εκεί όπου το πνεύμα και οι ψυχικοί κραδασμοί μετουσιώνονται με φαντασία και Ελευθερία, σε εικόνα αισθήματος λόγου ερωτικού και ονειρικού.

Η Ειρήνη Μπόμπολη είναι ποιήτρια μνήμης, ενδιάθετου λόγου, ενοράσεων και ενορμήσεων, που ως εκλάμψεις φωτίζουν το Είναι, κατακλύζοντάς το αδιόρατα και καταλυτικά. Απογυμνώνουν το Εγώ, απαλύνουν τον πόνο απ’ την «παλιά πληγή», για να μπορεί το υποκείμενο του αγώνα και της αγωνίας, να υμνεί το όνειρο και τη ζωή.

Επαναστατική φύση, ευφάνταστη στην έκφραση των ποιητικών της εμπνεύσεων, ανακαλεί έναν κόσμο ιδεώδους, στρέφοντάς τον εναντίον της πραγματικότητας του σχετικού, της συνήθειας και της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Γιατί η Ποίηση, όπως διατείνεται ο ρομαντικός ποιητής Σέλλεϋ, «είναι το σπαθί της αστραπής»[1] και εκείνη, ως ποιήτρια, μάχεται σιωπηλά με «το σπαθί του Έρωτα» κι αναμετριέται θαρετά με τη βροντή και τη βοή του κόσμου. Προτείνει τη φωτεινότητα και ρευστότητα των πραγμάτων, των συνεχών αλλαγών και μεταβολών που ως ποταμός οδηγείται από τις πηγές, στην απεραντοσύνη της θάλασσας και την ενατένιση των οριζόντων.

Δεν ξέρω σε τι θα χρησίμευε να δοθούν οι γεωγραφικές συντεταγμένες της πατρώας γης, καθώς η «πυξίδα» της δείχνει σταθερά προς τον Βορρά, στης «Απείρου χώρας»[2] τα στενά και τα υγρά φαράγγια, τα ρέματα, τις λαγκαδιές και τις «κρυφές νεροσυρμές»[3], εκεί όπου ο «αρχαίος ποταμός»[4], διαρρέοντας χαράδρες και βουνά –με τους μαιάνδρους, τις βίρες και τις κατεβασιές– δίνει ζωή και πνευματοποιεί τη σχέση οικειοποίησης και ταύτισης με τον τόπο.

«Όταν το ποτάμι πλημμύριζε

τα χωράφια πνίγονταν στη λίμνη.

Όταν λιγόστευε πασχίζαμε να βρούμε

τα σύνορά μας.

Μεγάλο πρόβλημα οι πλημμύρες».

«Στην κώχη τούτη τη μικρή»[5]της ανάγκης κατοικία και του συνόρου μεταβαλλόμενη γραμμή, για ό,τι στην ιστορία έμελλε να γραφτεί–, ο υδάτινος θεός, ο δικός της ποταμός, αντανακλά στου ήλιου το φως, τις στεφανωμένες από χιόνι κορυφογραμμές των βουνών ως σταθερά σήματα πορείας και σύμβολα Ελευθερίας. Γιατί ο ποταμός– «χώρος του αεί γίγνεσθαι»[6], «έτερα και έτερα ύδατα επιρρεί’ και ψυχαί δε από των υγρών αναθυμιώνται»[7]–, ιδωμένος ως μεταφορά και μυητική διαδικασία, σημαίνει αναγωγικά το αισθητικό και δημιουργικό ισοδύναμο γης και ουρανού, όπου ως διαρκής ροή και επιρροή, οδυρμός και καθαρμός, δάκρυα και βροχή διαποτίζει νου και ψυχή, βλαστάνει και καρποφορεί, τα γόνιμα εδάφη της Ποίησης.

[...] «Κι εγώ, η γεωργός άγονων τοπίων,

χρόνια τώρα αναζητώ τα λάφυρα της ήττας

κάτω από το μαύρο χιόνι

που σκέπασε βαθιά τα μονοπάτια,

χάριν διασώσεως των ερωδιών».

Αυτό το ριζωμένο βίωμα, που ως καταγωγική μνήμη έχει εγγραφεί εντός της παρηγορητικά, κινητοποιεί την ευαισθησία της, ανιχνεύοντας τις ταυτοτικές της αναφορές, μετουσιώνοντάς τες σε ποιητική δημιουργία.

«Πως με τρομάζει ο καπνός

που έγινε αντάρα

κι έφραξε τον ποταμό

και φούσκωσε τη λίμνη...

Πως με τρομάζει η σκοτεινιά

που ξεμακραίνει τ’ άστρα...

Θόλωσαν τα μάτια μου

και δε θωρώ το δρόμο».

Η συναισθηματική οπτική και οι πολιτισμικές καταβολές με τις αναγκαίες εκ των συνθηκών κοινωνικές συμπεριφορές σαν υψωμένα τείχη έκρυβαν τον δρόμο λειτουργώντας καθηλωτικά για το υποκείμενο του φόβου. Όμως, σαν ήρθε η ώρα πέρασε το ποτάμι από στενά κι από γκρεμνά χάραξε την πορεία.

«Προπορεύομαι σε ατραπούς ισχυρής προφητείας

Χαράσσω αρτηρίες αιματηρής τόλμης

Χρωματίζω στίχους ξυράφια της συνήθειας

και βουτώ στην άρμη της μοναξιάς και του πόνου»...

Συν τω χρόνω, οδοιπορώντας στις γειτονιές του κόσμου, εγκολπώνεται τον χώρο, όπου με τη συνθετική δύναμη της φαντασίας και της ψυχής το έρμα, διανύει νοητικές αποστάσεις και γεφυρώνει χάσματα χρονικά, αγγίζοντας με την αφή κι αποτυπώνοντας με τη γραφή, τις θεάσεις της μνήμης.

Η περιπλάνησή της στην «ένδον χώρα», καταγράφει σαν άλλος παλμογράφος τα σήματα και τις ενέργειες του Είναι, που αντανακλώντας την κοσμική ψυχή, «το πρώτο κινούν Ακίνητο»[8], ως φωτεινή αναλαμπή και εστία, - υποβάλλει και μετατρέπει τη μνημονική λειτουργική διαδικασία, σε θυσιαστική δημιουργική πράξη.

«Τσιγγάνα πένα, ατίθαση μνήμη

Μεγάλα όνειρα σμιλεύεις τα μεσάνυχτα

Άγρια πέλαγα δαμάζεις με την επιμονή σου

Στην περιπλάνηση»....

Όμως, «ο χρόνος παίζει πεσσούς»[9] κι έχει τον τελευταίο λόγο στη μοίρα των ανθρώπων. Έτσι, το υποκείμενο του πόνου στις αέναες επιστροφές ό,τι θυμάται είναι σκιές. Η δική της «κάθοδος» στην ποιητική αδεία Νέκυια για νοερή συνάντηση και συνομιλία με τους αγαπημένους, αποτέλεσε μια πνευματική και συναισθηματική περιπέτεια. «Έρχομαι πάλι ως θρηνωδός», δηλοί, νοιώθοντας την οδύνη.

«Επιμένεις να λες πως είσαι νεκρός.                                                       

Επίτηδες

για νάρχομαι στην πόρτα σου και να σου αφήνω δυο τρεις παπαρούνες.

Ακόμα οι μάχες διψούν για κόκκινο».

Η λυτρωτική καταφυγή στα ονειρικά τοπία, απάλυνε τον πόνο κι έδιωχνε τον φόβο του θανάτου.

«Αραίωσα να έρχομαι εκεί,

τη μνήμη να ασβεστώνω με τον πόνο»....

Ποιάς «πένθιμης ανθοφορίας» υμνωδία, ψαλμούς στον ουρανό αναπέμπει;

Ποιό μοιρολόι, ποιό παράπονο, ποιάς μνήμης παρουσία;

«Με τις λιακάδες έρχεται

η μνήμη

και πρέπει να κατηφορίσω.

Να ακούσω τα παράπονα

για τις ολονύχτιες αταξίες σου.

Ανάμεσα στους σταυρούς

και τα χαμομήλια»....

Στην ποίησή της η Μάνα ανακαλείται στη μνήμη ως «μακρινή μητέρα»[10], σταθερό και αμετακίνητο κέντρο του κόσμου, σημάδι νοητό του ονειρικού νόστου.

«Ας μιλήσω για τις Μάνες.

[...] Έτσι όπως περιμένουν σιωπηλές

κάτω απ’ το εικονοστάσι

να γυρίσεις αργά τη νύχτα». [...]

«Ας μιλήσω για τις Μάνες της εξορίας,

για τον κόσμο που ορφάνεψε

μακριά απ’ την αιώνια Μήτρα».

Εδώ, ως μνήμη και ιστορία, αναγέννηση και υπέρβαση, κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις, καλώντας σ' έναν αναστοχασμό για τα ανθρώπινα.

[...] «Έρχεται κάποτε η στιγμή που ο θάνατος σε έλκει

κι ο έρωτας καραδοκεί να πιάσει τη στιγμή

και ν’ ανθοφορήσει.

Σπέρμα και μήτρα για να ζει

ο θάνατος του πλέκει.

Σ΄ αυτό το ταξίδι η γη δε θα έχει μνήμες...».

Σ’ αυτή την οριακή στιγμή, Έρωτας και Θάνατος,  αντιθετικά κινούμενα και αναγωγικά νοούμενα, δεικνύουν τη μόνη οδό. Της Ποίησης τον δρόμο.

[...] Στέρεος ο Νόμος.

Τι έρωτας τι θάνατος!

Τι άνοιξη τι πέλαγος!

Η Ανάσταση επωδός

το φως και μέσα ο Πόνος»....

«Με την αφή», ως ποίηση ποιητικής και ονειροπόλησης, μετουσιώνει το βίωμα από ασπρόμαυρη φωτογραφία σε πανδαισία χρωμάτων και ονειρικών θαυμάτων. Με την αφή, ψηλαφιστά, ψιθυριστά, αναζητά την ιδανική στιγμή και με την ταραχή και τη συγκίνηση αφουγκράζεται τη σιωπή, προβάλλοντας τις εντός της ανταποκρίσεις.

[...] «Έτσι θυμάμαι και έτσι προσδοκώ.

Με την αφή.

Έτσι θυμάμαι τον τραχύ ήχο της άρνησης.

Έτσι προσδοκώ το αλμυρό κάλεσμα

ενός καινούργιου σφάχτη»....

Διακρίνονται διακειμενικές αναφορές, σε έργα στοχαστών και ποιητών, υφολογικά και νοηματικά ενταγμένα στη θεματική της. Εμφαίνονται ελεγειακοί απόηχοι του Κώστα Καρυωτάκη, όταν αναφέρεται σε «ποιήματα –κελύφη ματαιότητας–, για μιας ημέρας δόξα» και του Κ.Π. Καβάφη, όταν με λύπη ανιστορεί, «μην ελπίζεις θέση στην κιβωτό, οι ποιητές ... οιονεί εξόριστοι», γιατί είναι εν τω κόσμω «νομοθέτες και προφήτες»[11].

«Ανώφελο φορτίο κουβαλάς

μιας μακρινής νοσταλγίας.

Στο ίδιο πεπρωμένο ξανά και ξανά.

Εικόνα του πρωϊνού θανάτου».

Κλιμακώνει και πυκνώνει την έκφρασή της σε κάθε συλλογή, με ποιητικά προτάγματα τόλμης και ευαισθησίας ως πράξη Ελευθερίας.

[...] «Εκεί η σταύρωση, εκεί και η ανάσταση.

Μα πόσα μπορεί να σηκώσει αυτός ο αέρινος λόφος;» [...]

«Εκεί το μαρτύριο, εκεί το θαύμα, στο ίδιο πλάτωμα.

Με πόσα καρφιά μπορεί να ματώσει ο αέρινος πόνος;».....

Ανοίγεται στην ετερότητα, με ενσυναίσθηση και δοτικότητα, ενστερνιζόμενη και διαλογιζόμενη εξακολουθητικά, απαντώντας υπαινικτικά για εκείνα που μας θλίβουν, αλλά και θέλγουν τον βαθύτερο εαυτό, για αξίες ενός ονειρικά προσδοκώμενου κόσμου.

«Τα ποιήματα που έρχονται

 Έχουν το άρωμα της ξενιτιάς

Είναι προσφυγόπουλα

Πλάνητες, χωρίς να βρίσκουν

Της μιας στιγμής απάγκιο»...

Με συνειδητότητα εαυτού εκφράζει τις εντυπώσεις του νου και τους παλμούς της καρδιάς, διαλάμποντας με το φως της ψυχής της ό,τι πόνεσε κι αγάπησε.

«Δυο χέρια έχω μόνο, κι αυτά μισά.

Με αυτά πελέκησα αγάλματα του πόνου και της προσμονής.

Αιώνες τώρα εξέθρεψα των ναυαγών το μάννα».

Η γλώσσα της, σαν ξυράφι κοφτερή, πυκνή κι αέρινη, κυματούται και σπάει σε εκφραστικούς πυρήνες δυναμικής εκφοράς μιας αφαιρετικά αρμονικής σύνθεσης.

«Σε κάποια περιστροφή του κύκλου

δεν μπορεί,

θα σκοτεινιάσει ο έρωτας.

Οι λέξεις γίνονται καρφιά

τέλια αγκαθωτά,

ως την περίμετρο»....

Η ποίησή της, είτε ως καθρέφτης που αντανακλά τον κόσμο, είτε ως προβολέας που φωτίζει την έμπνευση, εστιάζει και εναρμονίζει την έκφραση ως μορφή και περιεχόμενο με λέξεις που νοηματοδοτούν σημαίνον και σημαινόμενο. Με τη ρυθμολογία ήχου και στίχου αφουγκράζεται τη μοναξιά και με την «φαινομενολογική αναγωγή» αναζητά «τον χρόνο των βιωμάτων μέσα στη συνειδησιακή ροή».[12] Αποκαλύπτεται έτσι μια ποίηση πολύτροπων εστιάσεων, ελεγειακών αποχρώσεων και υπαρξιακών διερωτήσεων.

«Τι μένει μετά;

 Όταν πέσουν και τα τελευταία αστέρια μέσα στα βάτα της απόγνωσης

Τι μένει;

Όταν τελειώσει κι αυτός ο έρωτας, αυτή η απρόσμενη κοσμογονία υποσχέσεων;»....

Ως αισθαντική ποιήτρια Ερωτικού Λόγου, πολυρυθμικού και πολύσημου, συνθέτει τη μεγάλη εικόνα των αισθημάτων, αποδίδοντας το πνεύμα της νεωτερικότητας ως πρόταση ανατροπής και χωροχρονικής υπέρβασης των συνήθη τεκταινομένων πραγμάτων. Η εν συνόλω ποιητική της γραφή, ως ποταμός λέξεων μιας «ασυγκράτητης κατεβασιάς», πλημμυρίζει με όνειρα την άνυδρη εποχή κι ανακαλεί αισθήματα και μνήμες. Με ηρακλείτειο στοχασμό διαλέγεται με τον χρόνο, που ορμητικός σαν άλλος ποταμός, τα πάντα παρασέρνει σ’ αέναη ροή.

«Πάλι στην ίδια θάλασσα

Πάλι στην ίδια την πληγή ....

Μνήμη αμετανόητη».

Μέσα από αυτό το πολυδιάστατο και μετακινούμενο πεδίο διαβαίνει διακινδυνεύοντας τα όρια της ύπαρξης. Σ’ αυτή τη μετέωρη στον χρόνο εποπτεία εικονοποιεί ό,τι συνέλαβε η στιγμή ως μοναδικό τεκμήριο όψεων του κόσμου. Εκεί η ανάγκη και η βία, εκεί οι οφειλές στου χρόνου την παγίδα, εκεί που σπάει του φόβου τα δεσμά, κραυγάζοντας τα νικητήρια.

«Εκεί που ο κύκλος

Στη ρωγμή του χάους

Πεθαίνει κι ανασταίνεται

Εκεί

Σε συναντώ»....

Με τα φτερά της Ποίησης και με συνείδηση των βιωθέντων, αποκαθαίρει με λυρισμό τον πόνο, ατενίζοντας την ομορφιά απ’ τον δικό της ουρανό.

 

Δημήτρης Παπανικολάου

Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών

και Συγγραφέων Ηπείρου

 

[1] Percy Bysshe Shelley, A Defence of Poetry, 1821. «Υπεράσπιση της Ποίησης», Απόδοση: Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1996, σελ. 48

[2] «Η Ιστορία της Ηπείρου». Η δωρική έκφραση «Άπειρος χώρα», προσδιόριζε κατά την αρχαιότητα, την περιοχή της Ηπείρου. Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1982.

[3] Federico Garcia Lorca, «Romancero Gitano», «Η Κυρά η Παντέρμη», Ποιητική  απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, «Τα ρω του έρωτα», Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1986, σελ. 102.

[4] Στράβωνος «Γεωγραφικών τα Σωζόμενα». Συν πλείστη ακριβεία στερεοτύπως εκδοθέντα. Τόμος Β΄. «Ίναχος», ο Άραχθος ποταμός. Εν Λιψία, εκ του τυπογραφείου Καρ. του Ταυχνιζίου 1819, σελ. 123.

[5] Κ. Π. Καβάφη. «Η πόλις», Ποιήματα (1896-1918), Αθήνα: Ίκαρος 1982, σελ. 15.

[6] Χ. Α. Λαμπρίδη. «Ηράκλειτος». Φιλοσοφική ερμηνεία των αποσπασμάτων. Απόσπασμα 12, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Κλειώ, Πάτρα 1996, σελ. 109: «[...] ποταμοίσι τοίσιν αυτοίσιν εμβαίνουσιν έτερα και έτερα ύδατα επιρρεί’ και ψυχαί δε από των υγρών αναθυμιώνται»: «σε όσους εισέρχονται στα ίδια ποτάμια όλο και διαφορετικά ύδατα ρέουν πάνω τους’ και οι ψυχές αναλαμβάνουν την δύναμίν των από τον χώρον των υγρών». σελ. 108. Απόσπασμα 52, σελ. 246: «αιών παις έστι παίζων πεσσεύων’ παιδός η βασιληίη»: «ο αιών είναι παιδί που παίζει τοποθετώντας εδώ κι’ εκεί τους πεσσούς’ η βασιλεία είναι του παιδού».

[7] Χ. Α. Λαμπρίδη, «Ηράκλειτος», ό.π.

[8] Αριστοτέλη, «Φυσικά», 8ο βιβλίο, μετάφραση, εισαγωγή και επιμέλεια Βασίλη Κάλφα, Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου. Εκδόσεις Νήσος. Αθήνα 2021.

[9] Χ. Α. Λαμπρίδη, «Ηράκλειτος», ό.π.

[10] Οδυσσέα Ελύτη, «Το Άξιον εστί», Άσμα ι΄, Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, 1993, σελ. 61.

[11] Percy Bysshe Shelley, A Defence of Poetry, 1821. «Υπεράσπιση της Ποίησης». Απόδοση: Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1996. σελ. 28

[12] Edmund Husserl. «Για τη φαινομενολογία της συνείδησης του εσωτερικού χρόνου», εισαγωγή-επιλογή & μετάφραση κειμένων: Νίκος Σουελτζής. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο 2020, σελ.29

 

Η Ειρήνη Μπόμπολη γεννήθηκε  στο Κεντρικό Άρτας (περιοχή Τζουμέρκων).

Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές  στη Φιλοσοφία (Ηθική), στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όλα τα χρόνια της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας εργάζεται στη μέση εκπαίδευση ως Φιλόλογος. Έχει πάρει μέρος σε συνέδρια και σεμινάρια ως ομιλήτρια και σε πολλές φιλολογικές  δραστηριότητες. Επίσης έχει παρουσιάσει βιβλία συγγραφέων και ποιητών. Υπήρξε ενεργό μέλος σε εκπολιτιστικούς συλλόγους και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί  σε εφημερίδες και περιοδικά. Στα σχολεία που εργάζεται, ωθεί τους μαθητές της στη λογοτεχνική γραφή και ασχολείται με τα κείμενά τους. Επίσης  ασχολείται με το μαθητικό και ερασιτεχνικό θέατρο. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Πάτρα.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΕΡΓΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΡΓΟΥ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ
ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ «ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗ»

«Ποίηση είναι τα φτερά που φοράς. . .»

Πιστεύω σθεναρά πως δεν υπάρχουν συμβουλές και συνταγές γραφής, παρά μόνο στο επίπεδο κατάθεσης κάποιων προσωπικών προβληματισμών και «θέσεων». Πιο πολύ κατάθεση «βιωμάτων άσκησης γραφής».
Ας ξεκινήσουμε με την στέρεα προϋπόθεση ότι κάποιος γράφει, επειδή έχει κάτι να πει, ή ότι αισθάνεται την ανάγκη να επικοινωνήσει με τους άλλους με τρόπο διαφορετικό, «προσωπικό».
Σε καμία περίπτωση δεν δέχομαι ως αφορμή γραφής ότι κάποιος γράφει, μόνο και μόνο για να γράψει ή για να εισέλθει στην «περιφέρεια της συγγραφής». Η γνήσια γραφή είναι ανάγκη ορμητική και δεν ανακόπτεται από κανένα εμπόδιο. Όποιος νιώθει μέσα του να κυλάει αυτό το ποτάμι, θα βρει τον δικό του τρόπο, τον οποίο έχει χρέος μόνος του να «βελτιώσει», όσο μπορεί περισσότερο.
Είναι μια διαδικασία δύσκολη και προκλητικά ενδιαφέρουσα.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, θα εξομολογηθώ μερικές παραμέτρους που αφορούν στην τελευταία
μου ποιητική συλλογή( τέταρτη στη σειρά) που φέρει τον τίτλο, «Με την Αφή».
Ξεκινώντας από τον τίτλο, θα πω πως έβαλα τον συγκεκριμένο μετά από σκέψη. Υπάρχει στη συλλογή ομότιτλο ποίημα. Όμως αυτό που με οδήγησε σε αυτή την επιλογή είναι ότι, την δεδομένη στιγμή που το αποφάσισα, ένιωθα την ανάγκη προσέγγισης των πραγμάτων με τρόπο χειροπιαστό και γήινο. Με γαλήνευε μέσα μου, με ηρεμούσε, όπως και το χρώμα του εξωφύλλου. Το αποφάσισα μετά από πολλές δοκιμές. Πιστεύω ότι η «αφή» είναι ένα ζητούμενο των απρόσωπων ημερών μας και δηλώνει διάρκεια επικοινωνίας σε αντίθεση πάντα με την λυσσαλέα ταχύτητα που κυλούν και αλλάζουν τα πάντα γύρω μας. Είναι τρόπος αναγνώρισης και συνομιλίας με τον άλλο. Ίσως με την αφή να υποδηλώνεται και μια αυτοψηλάφηση της ποιητικής περιπλάνησης. Αρωγός σε αυτές τις ανησυχίες μου ο εκδότης, Γιώργος Αλισάνογλου.

Δεν σκέφτηκα πολύ συστηματικά στο τι θα γράψω σε αυτή τη συλλογή ή ποια θα είναι τα θέματά μου. Όμως ήθελα να μείνω πιστή σε κάποιους άξονες της ταυτότητάς μου.

  1. Το ερωτικό στοιχείο είναι παρόν ως δύναμη αναγεννησιακή, νοσταλγική, καταστροφική
    (όπως οφείλει να είναι)και ως νόμος που διέπει όλες τις ανθρώπινες εκφάνσεις
    (π.χ Επαναφορά, Θεώρημα).

  2. Το στοιχείο της ποιητικής αυθόρμητα ξεπηδούσε μπροστά μου και σε κάποια σημεία προσωποποιείται η σχέση αυτή ή τα ίδια τα ποιήματα. Η ποιητική κατά τη γνώμη μου προσδιορίζει τον «πλανήτη» ενός συγγραφέα και την τάξη που τον διέπει.
    Είναι η ταυτότητά του και το αναγνωρίσιμο σημείο του. Αρκεί να αποφεύγει ως θανάσιμη παγίδα την δεοντολογία. (π.χ. Τα ποιήματα που έρχονται)

  3. Ειδικά στις δυο τελευταίες συλλογές, «Εκεί που ο Κύκλος» και «Με την Αφή», δουλεύω, ταυτόχρονα με το περιεχόμενο και τη φόρμα, το εικαστικό αποτέλεσμα ενός ποιήματος. Ποίηση χωρίς ομορφιά δεν υφίσταται. Ακόμα και όταν καταπιάνεται με το μαύρο σκοτάδι.
    Τα ποιήματα, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτοτελείς οντότητες με συγκεκριμένο βασικό
    θέμα, με συγκεκριμένα υλικά και με τα δικά τους όρια. Χρέος ενός ποιητή είναι να μην
    τα ακρωτηριάσει, ούτε να τους δώσει βάρος που δεν μπορούν να αντέξουν.
    Το κάθε ποίημα έχει το δικό του πρόσωπο και το δικό του χωροχρόνο. Αποτελούν πίνακες ζωγραφικής, έργα γλυπτικής, μουσικά κομμάτια, χορογραφίες σε εξέλιξη, πράγματα τα
    οποία μεταπλάθονται σε λέξεις. Η επιλογή του τρόπου αυτής της μεταποίησης είναι η
    δουλειά του ποιητή.

  4. Ανεξάρτητα του τι ακριβώς καταφέρνω, τάσσομαι υπέρ της φωτεινής ποίησης. Και εξηγώ,
    όχι της χαρούμενης, αλλά της φωτεινής. Γιατί πιστεύω πως η ποίηση έχει την ανάγκη να
    έχει φωτεινά υλικά. Και όπως σε όλες τις συλλογές μου, έτσι κι εδώ υπάρχει σε κάποιο
    βαθμό το στοιχείο του υπερφυσικού, ως λύτρωση και ως ομορφιά. (π.χ. Συνάντηση)

  5. Η πηγή έμπνευσης είναι πολλαπλή: Μυθολογία, καθημερινότητα, σκέψεις, φύση, εικόνες, εσωτερικές ανάγκες, επιθυμίες, νοσταλγικά αποθέματα και θέσεις προσωπικές πάνω σε κάποια ζητήματα κυρίως αισθητικής και ποιητικής, αλλά πάντα ως «αναρμόδια»
    ερασιτέχνης (π.χ. Συμβουλή σε έναν ποιητή, Από την αρχή)

  6. Τέλος θα ήθελα να αναφέρω πως εδώ περισσότερο από προηγούμενες δουλειές ήθελα
    να γράφω ως γυναίκα απροκάλυπτα. Χωρίς να θεωρώ ότι αυτό πρέπει για κάποιους
    λόγους να το καμουφλάρω.

Θα κλείσω αυτή την εξομολόγηση λέγοντας πως για μένα ποίηση είναι τα φτερά που φοράς
για να πιάσεις το ασύλληπτο και των πιο μικρών πραγμάτων. Τα υλικά των φτερών, ο τρόπος
που πετάς και το ύψος που κατακτάς, δηλώνει και την ποιητική σου φυσιογνωμία και στάθμη
κάθε φορά

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗ»

ΤΟ ΖΥΓΙ
Τι παραπάνω μπορείς να είσαι,
πέρα από δύο τρία πράγματα
που σε σημάδεψαν.
Ένα παιχνίδι επιρρημάτων ο χρόνος:
Τώρα.
Έως εδώ.
Ποτέ!
(Στο ζύγι πάντα βαραίνει το Ποτέ!)


ΘΕΩΡΗΜΑ
Η τετραγωνική ρίζα του πόθου
ισούται
με το άθροισμα των οξειών γωνιών
της πιθανής χαράς
δια
το περίσσευμα της οδύνης
μείον:
Η απώλεια του Εγώ.

ΑΠΕΡΓΙΑ
Σχεδόν όλα
τα ποιήματά μου
για σένα
Και ποτέ
Κανένα
Δεν έλαβες
Ευτυχώς
Που τα ταχυδρομεία
Απεργούν
Στην ώρα τους

ΥΜΝΩΔΙΑ
Η ρήτρα αμετάβλητη:
Οι έρωτες πεθαίνουν Άνοιξη.
Ο Απρίλης τραγωδός
Με ακάνθινα στεφάνια.
Κι αγιόκλημα γιορτή.
Στέρεος ο Νόμος.
Τι έρωτας τι θάνατος!
Τι άνοιξη τι πέλαγος!
Η Ανάσταση επωδός
Το φως και μέσα ο Πόνος.
Ο Νόμος άλγεα νέμει
Και το κάλλος ανατριχιά
Εμπρός στην ομορφιά του.
Τι έρωτας τι θάνατος!
Δρόμος ατελεύτητος…

ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ
Σε κάποια περιστροφή του κύκλου,
δεν μπορεί,
θα σκοτεινιάσει ο έρωτας.
Οι λέξεις γίνονται καρφιά
τέλια αγκαθωτά,
ως την περίμετρο.
Μα ως τότε,
ως τη στιγμή του ναυαγίου
και της ολικής άρνησης,
κάθε ακτίνα λαμπερή
θα την περπατήσουμε.
Στα ακροδάχτυλα πατώντας
και πίνοντας όλο το φως της νύχτας
(νύχτα ασέληνη ο έρωτας),
μονορούφι.
Ίσως παίζοντας και λίγο κότταβο
με τον δήμιο έρωτα:
«Στην υγειά του απροσκάλεστου»!
Διανύοντας έτσι αιμόφυρτες διαμέτρους
εθελούσιας αυτοανάλωσης.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ « Εκεί που ο Κύκλος», εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2016

ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ
Σου έφερα δάκρυα κι ανεμώνες.
Όλα είναι στη θέση τους.
Μετά απ’ το τόσο μακελειό
οι άνεμοι συμφώνησαν εκεχειρία.
Οδοιπόροι για τα Σούσα.
Εγώ κρατώντας ανεμώνες
κι εσύ τον ασκό του Αιόλου.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ποιήματα χωρίς στολίδια,
χωρίς μεταφορές. Χωρίς λιβάνια.
Χωρίς λόγια.
Μήτε μετέωρες
υποθέσεις.
Μήτε αναστενάρια
λειτουργία θρήνων.
Μόνο μια σκέψη.
Ένα παράνομο βλέμμα
ασυμφωνίας. Ένα Αχ απαλό
σα χάδι πολιορκίας του Πόθου.
Ποιήματα ζωντανά.
Μέσα στη θάλασσα γεννιούνται.
Στους αιώνες.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ Ο ΚΥΚΛΟΣ
Εκεί που ο κύκλος
Στη ρωγμή του χάους
Πεθαίνει κι ανασταίνεται
Εκεί
Σε συναντώ.
Σε προσπερνώ με ένα νεύμα
Αχρωμάτιστο
Λες
Και είσαι ο πιο άγνωστος
Απ’ τους αγνώστους
Λες και ποτέ ανάμεσά μας
Δε σείστηκε συθέμελα
0 κόσμος.
Εκεί που ο κύκλος κλείνει
Ασίγαστα
Σε τροχιές ελλειπτικές
Μέσα μου
Θα σε συναντώ.
Στους δικούς μου αιώνες
Στους δικούς μου κύκλους
Που δε λένε
Να κλείσουν.