"Κραυγές" (Σείριος, 1973)
"Ἀπολογία τῶν δρόμων" (Ἐλεύθερος Τύπος, 1983)
"Τό μικρό ἀπέραντο" (Ἑλλέβορος, 1999)
"Ὑδράργυρος ρέων" (Ἑλλέβορος, 2001)
"Ὁ Ἰούδας τῆς νύχτας" (Ἑλλέβορος, 2003)
"Ἀμαρυλλίδος καί Ἰππεάστρου" (Ἑλλέβορος, 2005)
"Ἠπειρώτικο" (Ἑλλέβορος, 2006)
"Νυχτερινό γαίας ἀπείρου" (Ἑλλέβορος, 2007)
"Σκιᾶς ὄναρ ἔρως" (Ἑλλέβορος, 2013)
"Ἠπειρώτικο", (ἐπανέκδοση 2013)
"Νυχτερινό γαίας ἀπείρου", (ἐπανέκδοση 2013)
"Ἐν χορδαῖς και λίθοις" (Φίλντισι, 2017)
"Ὑδράργυρος ρέων" (ἐπανέκδοση, Κύμα, 2020)
"Ἡ ἁλμυρή βροχή " (Κύμα, 2021)
---------------------
Δημήτριος Μίχας: "Τροχόεις μόλυβδος - Ἰχνηλατώντας τή γραφή τοῦ ΦωτοΜότση" (Ἐκδόσεις ‘ἐκ προοιμίου’, 2020)
Ὁ Φωτος Μότσης γεννήθηκε τό 1955 στό Ζωτικό, στή Λάκκα Σούλι.
Σπούδασε φιλολογικά στή Ζυρίχη. Ἐργάσθηκε ὡς μεταφραστής καί καθηγητής Γερμανικῶν. Ἔζησε στά Γιάννινα, στήν Ἐλβετία, στην Κομοτηνή, στήν Ἀθήνα.
Ζεῖ στό Ναύπλιο.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΡΓΟΥ
Ἠπειρώτικο (ἀπόσπασμα)
Τὰ ὄνειρα στὴν Ἤπειρο
τὰ δένουνε γερὰ μὲ ἀγράμπελη
ἀπ᾽ τὸ κότσι
καὶ τὰ κρεμᾶνε ἀψηλὰ στὸ σύννεφο
νὰ μὴν τὰ πιάνει πυρετὸς
μην τ’ ἀκουμπάει μύγα
τὰ δένουν μὲ ἀλογότριχες καὶ μὲ καλή θηλιὰ
τὸ ἕνα στὸ κατόπι τοῦ ἄλλου
καὶ τ᾽ ἀμολᾶνε ἀπ᾽ τὰ ψηλὰ τὰ ὂρη
μηνύματα στὸν ἄλλο κόσμο
τὸν χρόνους δρόμο μακρινό
μιά κούνια γιὰ τὸ λίκνισμα τοῦ ἀγέρα
καὶ μονοπάτι γιὰ τοῦ λύκου τὴ φωνὴ
πρός τό φεγγάρι
Ἰδοὺ οἱ μαυροφορεμένες σκέψεις ἄλλες
μιά ἀγκαλιὰ ξερόχορτα σκόρπια στὸ ἁλώνι
ἡ πυρκαγιὰ στὸ νοῦ καὶ νὰ ξανὰ
τὸ στῆθος τὸ στητό
νεράντζι στὴν τραχιὰ ἀπαλάμη
σὰν ὄνειρο γλυκὸ
χείλη στὸ πάθος ζέοντα ἀρρώστια ἀπὸ τὸν ἀφαλὸ
καὶ κάτω
λίβας ποὺ καίει ὁλοῦθε
ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον
πυρκαγιὰ καὶ πάλι ἀπ᾽ τὴν ἀρχή
Ἴδια ἡ γεύση τῆς ἐλιᾶς στὴν παιδεμένη γλώσσα
στὴ μιά μπουκιὰ καὶ στὶς δεκάξι
Ἐξώθυρα τοῦ κάθε λογκαδιοῦ
ἕνα ξωκλήσι
φρύδι τῆς χωραφιᾶς ὁ σκοῦφος τοῦ προσήλιου
τά μπαϊράκια τῶν ἁγίων
στηρίγματα στή μοναξιά τῶν δέντρων
καί φύλακες τῶν ἀκατέργαστων ἀσμάτων
τῶν ἀπ’ τά χείλη τῶν ἀγγέλων
ὅταν διαβαίνουν τά ξερακιανά τους δάχτυλα
καί κουβαλοῦν στή ράχη τους χλωρό ἦχο τοῦ πράσινου
στόν δρόμο γιά τήν κοντινότερη φλογέρα
Τά ξωκλήσια
τά ξαποστάρια τοῦ θεοῦ
πεντόβολα ἀπό βλωμούς ψωμιοῦ στά δάχτυλά Tου
Στὸ ἔβγα ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ πηγάδι
Στῆς γῆς τὸ στῆθος θηλασμὸς
σύγνεφο κάτω ἀπ᾽ τὸ χῶμα
Ψηλὰ στὸ στόμα του
τὰ παιδιακίστικα φιλιά μας
Στὸν οὐρανίσκο του
γεννιοῦνται κι᾽ ἀλαργεύουν οἱ μορφές μας
Μέσα του ἀρχινᾶ καὶ χάνεται καὶ πάει
ὁ οὐρανὸς
σὲ τόπια πέρα ἀπὸ τὴ θύμηση
ὅπου ἡ λέξη
ἀρνεῖται νὰ διψάσει