Ο Μητς Μήτσης ο προγονολάτρης, συγγραφέας, λαογράφος, ποιητής, είναι αυτοδίδακτος, αυτοδημιούργητος, ιδιόρρυθμος με σπάνιες και πρωτόγνωρες ιδιαιτερότητες. Άτομο μοναχικό, της υπομονής αλλά και τον άκρων. Απρόβλεπτος, δύστροπος, πείσμων και ασυμβίβαστος με τα κακώς κείμενα. “Αναρχοαυτόνομος» όπως τον χαρακτήρισαν.» Αυτό διαβάζουμε στα βιογραφικά του στοιχεία. Οι περιηγήσεις του ανά την Ελλάδα δεν είχαν σκοπό να γνωρίσει μόνο τα ωραία της μέρη, αλλά να ζήσει από κοντά τους τότε απλούς αγνούς ανθρώπους της υπαίθρου. Να ζήσει τα ήθη, τα έθιμά τους, να τα γνωρίσει. Να «μπολιαστεί» εκείνες τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα κι όπως ομολογεί, δεν έχουν όμοιό τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Συγχρόνως ξεκίνησε να γράφει για ότι έζησε και να συλλέγει όσα παραδοσιακά αντικείμενα είχαν απομείνει, όπου μετά από πολύχρονη προσπάθεια δημιούργησε Λαογραφικό Μουσείο πρώτα στην Αθήνα στο σπίτι του και μετά στη Βουλιαγμένη όπου κατοικούσε, βοηθούμενος από γυναίκα του Βίκυ όσο ζούσε. Έχει ασχοληθεί με την ποίηση, τη λογοτεχνία και το θέατρο και έχει γράψει 34 βιβλία: 2 μυθιστορήματα, 4 θεατρικά, 7 βιβλία με 334 ποιήματα και 21 με 116 διηγήματα. Παρουσίασε μελέτες του από έρευνές που έκανε πάνω στους παραδοσιακούς χορούς της Ηπείρου στο 18ο Παγκόσμιο Συνέδριο Έρευνας Χορού στο Άργος το 2004 και στην Αθήνα στο 20ο το 2006. Συνεργάστηκε με το Μουσειολόγο, Αρχιτέκτονα Μηχανικό Χαράλαμπο Χάιτα, τη dr. Αλεξάνδρα Τράντα Μουσειολόγο-Αρχαιολόγο, την Νατάσα Κάλου Μουσειογράφο, την Στέιση Βεντούρα Μουσειολόγο-Μουσειοπαιδαγωγό, το Φάρο των Τυφλών και με τον Πολιτισμικό Οργανισμό του Δήμου των Αθηναίων και διοργάνωσαν έκθεση (μέρος αντικειμένων της Λαογραφικής του Συλλογής) με τίτλο «Πρόσωπα και Πράγματα» στο Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης του Δήμου των Αθηναίων στην Πλάκα. Ώστε τα αντικείμενα αυτά για πρώτη φορά στην Ελλάδα να μπορούν με τη ραφή Braille να τα αντιληφθούν και άτομα με απώλεια όρασης. Η έκθεση αυτή τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο καινοτομίας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Στρατηγικού Σχεδιασμού για τον Λαϊκό Πολιτισμό στην Ελλάδα
Ο τόπος γέννησης, το χώμα που πρωτοπάτησες είναι Ιερό, είναι η εστία, η πατρίδα σου, είναι ο εαυτός μας! Τίποτα άλλο πιο πάνω και πιο κοντά από τον τόπο γέννησης. Ο τόπος γέννησης είναι το πολυτιμότερο πράγμα στη ζωή όπου ακολουθεί κάθε σου βήμα και σε τραβάει κοντά του. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με ηθικές αρχές και αξίες την περίοδο της δεκαετίας 19401950, ήταν μια ιδιάζουσα οικογένεια όπου φαινομενικά μπορούμε να τη χαρακτηρίσομε πατριαρχική, αντροκρατούμενη, όπως ήταν τότε όλες στην Ήπειρο, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν ήταν. Κι αυτό διότι ο πατέρας μου όταν ήταν δεκάχρονος του έσφαξαν τον πατέρα του και η μάνα του τον πήγε στη Βύσανη στους μαστόρους να μάθει την τέχνη. Εκεί υπόφερε να κουβαλάει με τα μουλάρια την πέτρα και τα βράδια να τα βόσκει. Με τα κρύα και τη βροχή ξύλιαζε ολόκληρος και δεν είχε τίποτα να ζεσταθεί. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος από την κούραση τα μουλάρια έφευγαν, και ο πρωτομάστορας του μείωνε την ημερήσια αμοιβή. Από τις καθιερωμένες οκτώ ελιές, του έδινε μόνο τρεις και έτρωγε το καλαμποκίσιο ψωμί σκέτο. Γι’ αυτό ποτέ δε χειροδίκησε επάνω μας και σπάνια μας μάλωνε, παρ’ ότι φαινομενικά ήταν αγριωπός. Οι γονείς μας υπεραγαπούσαν αλλά εμείς δεν το γνωρίζαμε διότι δεν το εκδήλωναν, δε μας αγκάλιαζαν, δε μας φιλούσαν, αλλά πάντα μας έλεγαν να αγαπάμε τους άλλους. Μικρός πίστευα ότι δεν με αγαπούσαν και ήθελα να είχα άλλους γονείς. Κι όταν δεκαεξάχρονος έφυγα από το χωριό για να έρθω στην Αθήνα, η μάνα μου με συνόδεψε μέχρι τη δημοσιά που θα περνούσε το λεωφορείο
και σε όλη τη διαδρομή δεν άνοιξε το στόμα της να μου πει μια λέξη κι όταν σταμάτησε το λεωφορείο για να ανέβω και τότε δε με αγκάλιασε, δε με φίλησε, αλλά στάθηκε απέναντί μου με κοίταξε στα μάτια και μου είπε αυστηρά. Σε θέλω άντρα κι όχι κλέφτη! Και παρέμεινε μαρμαρωμένη στη θέση της ώσπου το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή. Μπορώ να πω ότι τη μίσησα τη μητέρα μου και σκεφτικός με βουρκωμένα μάτια έφτασα στα Γιάννινα. Εκείνα τα λόγια με συνόδευαν δίχως να το γνωρίζω, και βγήκαν μπροστά μου όταν με κατηγόρησαν για κλέφτη και ήρθε ο χωροφύλακας στο χαμόσπιτο που έμενα και στη βαλιτσούλα μου και βρήκε 6 γυάλινα ποτήρια, αλλά δεν έμοιαζαν με του γαλακτοπωλείου και αθώος ο Μήτσης. Τα παιδικά μου χρόνια απ’ ότι θυμάμαι και πριν πάω σχολείο, ήταν ευχάριστα παρότι τα έζησα μέσα στις στερήσεις της κατοχικής και της εμφυλιοπολεμικής περιόδου. Μπορεί να φόραγα μπαλωμένα παπούτσια αλλά δεν πείνασα, δεν κρύωσα, όλοι στην οικογένεια απ’ ότι θυμάμαι τον εαυτό μου εργαζόμασταν. Προσωπικά ήμουν ευτυχής διότι ζούσα μέσα στα όνειρά μου, έκανα όνειρα, πολλά όνειρα για το αύριο, οραματιζόμουν το μέλλον! Κι έτσι από τα μικρά μου βρισκόμουν σε πελάγη ευτυχίας! Ήμουν ένα ευτυχισμένο παιδάκι!
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΡΓΟΥ