Η Δήμητρα Λουκά γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1970.
Είναι φιλόλογος. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Κόμπο τον κόμπο (Κίχλη 2019), για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Η εν λόγω συλλογή συμπεριλήφθηκε και στη βραχεία λίστα για το βραβείο Μένη Κουμανταρέα της Εταιρείας Συγγραφέων. Τον Ιούνιο του 2021 εξέδωσε τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Η Μούτα και άλλες ιστορίες (Κίχλη). Διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικά έργα και έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΡΓΟΥ
Κριτική της Αγγελικής Πεχλιβάνη για το βιβλίο με τίτλο ''η φόδρα της ζωής και του θανάτου''
Το πρώτο προσωπικό βιβλίο της Δήμητρας Λουκά Κόμπο τον Κόμπο από τις εκδόσεις Κίχλη, που κυκλοφόρησε μεσούντος του Καλοκαιριού, έρχεται να προστεθεί στα –εν πολλοίς ενδιαφέροντα– σύγχρονα πεζογραφικά κείμενα «νεότροπης» ρεαλιστικής ηθογραφίας με αυτοβιογραφικά στοιχεία, που συνιστούν πλέον τάση στην ελληνική πεζογραφία, και να συνεχίσει τη μεγάλη διηγηματογραφική παράδοση αυτού του είδους.
Πρόκειται για διηγήματα που εκτυλίσσονται σε επαρχιακή ενδοχώρα, ως επί το πλείστον της Ηπείρου, μιας παλιάς Ελλάδας, μιας Ελλάδας κυρίως του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Η συγγραφέας δημιουργεί μια τοιχογραφία χαρακτήρων, συλλογικών αλλά και ατομικών παθών, σκληρότητας και βίας, ανθρωπιάς και αναλγησίας, επιβίωσης και θανάτου εκείνης της εποχής. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι φτιάχνει ένα ιστορικό ντοκυμαντέρ από μαρτυρίες επιζώντων μιας δύσκολης εποχής με συμβάσεις λογοτεχνικής προσωπικής εξομολόγησηςˑ μιας εποχής εθνικών εκκαθαρίσεων, πολέμων, εμφυλίου, ξενιτιάς και φτώχειας.
Ο τόνος χαμηλόφωνα βιωματικός, μνημονικός αλλά διόλου νοσταλγικός, η οπτική ηθογραφικά ρεαλιστική και καθόλου εξιδανικευτική ή λυρικοπαθής. Θα έλεγα μάλιστα ότι, από τη στιγμή που η Δ. Λουκά επικεντρώνεται στην σκοτεινή πλευρά της ζωής και στον συνεχή αγώνα για την ύπαρξη, που συχνά καταλήγει στην επιβίωση του «ικανότερου», διακρίνονται και κάποιες νατουραλιστικές «πινελιές». Είναι τέτοια η αληθοφάνεια της αφήγησης και της διάπλασης των χαρακτήρων, που ακόμα και η μυθοπλασία ή η ύπαρξη μαγικών στοιχείων και παραφυσικών φαινομένων που λειτουργούν συμπληρωματικά στις προσωπικές μαρτυρίες των, κατά βάση, ηρωίδων της, να εγγράφονται ως οργανικό μέρος της πραγματικότητας. Δεν ξέρω εάν στα διηγήματα της συγγραφέως η πραγματικότητα εισχωρεί στη μυθοπλασία ή η μυθοπλασία αντλείται από την πραγματικότηταˑ και ίσως δεν έχει σημασία. Το σίγουρο είναι ότι μύθος και πραγματικότητα υψούνται μαζί, σαν μια διπλή έλικα του DNA, ως όλον. Όπως είναι βέβαιο ότι η λογοτεχνία και ειδικά η πεζογραφία, δεν δημιουργείται στο κενό, είναι αναφορική, συνδιαλέγεται με τον κόσμο και δίνει πληροφορίες για αυτόν.
Η Δήμητρα Λουκά εμμένει στο παρελθόν, χωρίς να καθηλώνεται σε αυτό. Διηγείται προσωπικές και δημόσιες ιστορίες που υπερβαίνουν το συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιό τους και μέσα από μια ιστορική προοπτική, καθολικοποιούνται. Η γλώσσα της με τοπικούς ιδιωματισμούς της Ηπείρου –κατάγεται από την Πρέβεζα– αρδεύεται από την προφορική αφήγηση, το δημοτικό τραγούδι και, ίσως, τα βιβλικά κείμενα. Λιτή, δωρική, ένα θαύμα οικονομίας που θα το ζήλευε και η καλή ποίηση.
Τα κείμενά της χωρίς ηθικό δίδαγμα ή κηρυγματικά μηνύματα, ρέουν αβίαστα, πείθουν και συγκινούν. Όχι μόνο λόγω αριστοτεχνικής αξιοποίησης των αφηγηματικών τρόπων και μέσων, (ναι, πλέκει κόμπο τον κόμπο τα γραπτά της) αλλά και λόγω των ηρώων της και κυρίως των ηρωίδων της, η δραματική απόγνωση των οποίων δεν φωνασκεί, δεν κορυφώνεται ώστε να επέλθει η λύτρωση αλλά υφέρπει σιγανά σαν τη νύχτα. Οι ήρωές της υποφέρουν, εγκαρτερούν, θυμούνται, ξεχνούν, εγκαταλείπουν και εγκαταλείπονται, διαλέγονται με ζωντανούς και πεθαμένους, τον χρόνο και τη χαμένη ζωή τους. Και συνεχίζουν. Η Δήμητρα Λουκά δεν αξιοποιεί δραματικά απρόοπτα που πιθανώς θα εκτόξευαν τη συναισθηματική ένταση και συγκίνηση. Ιστορεί με έναν τρόπο παραμυθικό, κουβεντιαστό. Σαν να είναι το τραγικό, το κακό και ο θάνατος, μια κανονικότητα, η φόδρα ενός καθημερινού ρούχου που θα φοράμε όταν συναντηθούμε μαζί της για να «πούμε κι εκειά που δε λέγονται».