Έχει συγγράψει δεκαέξι επιστημονικά βιβλία και μεγάλο αριθμό επιστημονικών άρθρων. Ήταν Επιστημονικώς υπεύθυνος για τη συγγραφή και έκδοση δεκαπέντε σχολικών εγχειριδίων, που διανέμονται δωρεάν στα σχολεία της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, Επίσης, έχει συγγράψει και δημοσιεύσει τέσσερα λογοτεχνικά βιβλία, που είναι, χρονολογικά, Τα παιδιά των πεύκων, Αναζητώντας τα δυο αδέρφια, Όσα μου είπαν τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, Γιατί άργησα να γεννηθώ, όλα από τις εκδόσεις Gutenberg. Πέντε ποιήματα του κ. Καψάλη έχουν μελοποιηθεί, από τα οποία τα τρία, με γενικό τίτλο Γιάννενα – Γιάννενα, έχουν παιχτεί από πλήρη συμφωνική ορχήστρα και κυκλοφορούν σε ψηφιακό δίσκο (CD). Με υπεύθυνο τον κ. Καψάλη ολοκληρώνεται Ερευνητικό Πρόγραμμα, με θέμα τον Θρησκευτικό Τουρισμό Ελλάδας-Αλβανίας. Μεγάλο μέρος από το συγγραφικό έργο του κ. Καψάλη αναφέρεται στην Ήπειρο, έχοντας ο ίδιος μία έντονη παρουσία και συμμετοχή στα πολιτιστικά και πνευματικά δρώμενα της πόλης των Ιωαννίνων και της Ηπείρου γενικότερα.
τ. Πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Ο κ. Γεώργιος Δ. Καψάλης, Σαρακατσάνος Ηπειρώτης ως προς την καταγωγή, είναι Καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Υπηρέτησε το Τμήμα, τη Σχολή και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων από τη θέση του Προέδρου, του Κοσμήτορα, του Αντιπρύτανη και, κατά την τετραετία 2014-2018, του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ο κ. Καψάλης διαθέτει ένα πλούσιο διδακτικό, ερευνητικό και επιμορφωτικό έργο, εστιάζοντας στη Γλώσσα, την Παιδική Λογοτεχνία και στον Ελληνικό Πολιτισμό.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΡΓΟΥ
Θύμησες παλιές, θύμησες γοητευτικές, θύμησες που δε θέλεις να τις αποχωριστείς, θύμησες που δε θέλουν να φύγουν από το νου και την καρδιά. Σαρακατσάνικες στάνες, σαρακατσάνικα κονάκια, σαρακατσάνικα καλοκαίρια. Κοπάδια, άλογα, άνθρωποι, πεύκα, έλατα και οξιές, μια μεγάλη αγκαλιά και μια μεγάλη συντροφιά. Ο ένας για τον άλλο, ο μικρός για το μεγάλο και ο μεγάλος για τον μικρό και τον αδύναμο. Τσομπαναραίοι και κοπάδια, γκυρατζήδες και άλογα, μανάδες και θειάδες, παιδιά και κορίτσια της στάνης και του καλοκαιριού. Πώς να τους λησμονήσεις, πώς να τους αρνηθείς, πώς να μην τους αναζητήσεις, πώς να μη σου λείπουν και να μην τους λείπεις για μια ολόκληρη ζωή.
(Για το βιβλίο του Γ.Δ. Καψάλη, Τα Παιδιά των Πεύκων)
Γιατί σαν βρίσκεσαι ψηλά στην κορυφή, τότε δεν υπάρχει πλέον χρόνος, για να σκεφτείς τίποτα απ’ όλα αυτά. Tότε κοιτάζεις και θαυμάζεις με έκσταση. Tότε ξανακοιτάζεις και ξαναθαυμάζεις με δέος. Kαι βλέπεις τον κάμπο και τα χωριά και βλέπεις τον ήλιο και τα βουνά, ψηλά και αγέρωχα, και θαρρείς πως όλα ντύθηκαν και στολίστηκαν στα γιορτινά, για να υμνήσουν το Kάστρο και το Aργυρόκαστρο, για να το τραγουδήσουν και να το μοιριολογήσουν αιώνια. Eίναι σαν να είσαι στη γη και να θαρρείς πως βρίσκεσαι στον ουρανό και στα σύννεφα, είναι σαν να πλησιάζεις τον ήλιο και τον Θεό, ακόμα πιο δύσκολο το τελευταίο, είναι σαν να θέλεις να χορεύεις, να τραγουδάς μαζί με αγαπημένη συντροφιά της γειτονιάς.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ.Δ. Καψάλη, Αναζητώντας τα δυο αδέρφια)
-Πιστεύεις, στ’ αλήθεια, θείε μου, πως εγώ δε λυπόμουνα στην ψυχή μου, βλέποντας καθημερινά τα δάκρυα της μανούλας μου, την αγωνία του πατέρα μου, τη στενοχώρια της γιαγιάς, του παππού, τη δική σου, της ξαδέρφης του πατέρα μου και όλων των άλλων συγγενών και φίλων;
-Δείχνω να είμαι τόσο σκληρή ώστε όλα αυτά να με αφήνουν αδιάφορη, χωρίς να έχω στη σκέψη και το μυαλό μου όλους εσάς και όσα περάσατε μέχρι να αποφασίσω να έρθω στον κόσμο και να σας δώσω αυτή τη μεγάλη χαρά; συνέχισε με αποφασιστικότητα η μπεμπούλα.
-Τότε, όμως, γιατί άργησες τόσον πολύ καιρό να γεννηθείς; ρώτησε και πάλι με την ίδια αποφασιστικότητα ο θείος της.
Ξαφνικά, η μπεμπούλα πήρε ένα πιο σοβαρό ύφος, κάθισε καλύτερα στη θέση της και άρχισε να απαντάει, σαν να είχε την απάντηση ήδη έτοιμη από πολλά χρόνια. -Θα σου εξηγήσω αμέσως, καλέ μου θείε, αφού με ρωτάς και έχεις δίκιο να με ρωτάς για το λόγο που άργησα τόσο πολύ να γεννηθώ.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ.Δ. Καψάλη, Γιατί άργησα να γεννηθώ)
Καλότυχα ’νι τάι βουνά
«Καλότυχα ’νι τάι βουνά, καλουγραμμένοι ν-οι κάμποι,
που θάνατου δεν καρτιρούν, χάρου δεν πιριμένουν.
Μόν’ καρτιρούν την άνοιξη, τ’ όμουρφου καλουκαίρι,
να βγουν ν-οι στάνις στάι βουνά, ν-οι Σαρακατσιαναίοι».
Τα λυπόμουνα τα βουνά, για την ερημιά τους, για τη μοναξιά τους, για τα χιόνια που πονούσαν το κορμί τους, για τα αγρίμια που έσκιζαν τις σάρκες τους. Λυπόμουνα και τους κάμπους, τους απέραντους κάμπους, που παίδευαν τους ανθρώπους, που βασάνιζαν τις νιες και τις όμορφες, τις μικροπαντρεμένες και τις ανύπαντρες. Τα λυπόμουνα, μέχρι που κατάλαβα πως έκανα λάθος για τη μοίρα που πίστευα πως τα συντρόφευε, γατί ο θάνατος και ο χάρος δεν μπορούν να τα βάλουν με τα βουνά και τους κάμπους, δεν μπορούν να τα νικήσουν, να τους στερήσουν τη ζωή, την ελπίδα, τη χαρά, τη συντροφιά. Καλότυχα τα βουνά, καλογραμμένοι οι κάμποι για έναν ακόμα λόγο, αφού αντί για το χάρο και το θάνατο καρτερούν τις στάνες και τα κοπάδια των Σαρακατσαναίων, καθώς ο ένας πεθύμησε τόσο πολύ τον άλλο. Καλότυχα τα βουνά, καλογραμμένοι οι κάμποι, καλότυχοι και οι Σαρακατσαναίοι, που μπορούν και απολαμβάνουν τις χάρες τους και είναι σαν να μη γνωρίζουν και αυτοί χάρο και θάνατο».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ.Δ. Καψάλη, Όσα μου είπαν τα Σαρακατσάνικα Τραγούδια)