λογοτεχνεσ

ΤΖΑΒΕΛΛΑ ΜΑΧΗ

ΟΝΟΜΑ:

ΜΑΧΗ

ΕΠΙΘΕΤΟ:

ΤΖΑΒΕΛΛΑ

ΙΔΙΟΤΗΤΑ:

ΤΟΠΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

ΔΩΔΩΝΗ

Η Μάχη Τζαβέλλα γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1968 στο Μαντείο Δωδώνης. Ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις νουβέλες: ΄Κόκκινος Αύγουστος΄, 2015 εκδόσεις Γραφομηχανή, ΄Φτερά παγωνιού΄, 2017 εκδόσεις Γκοβόστη, ΄ήρεμα φεύγω’, 2020 εκδόσεις Γκοβόστη.

Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα συλλογικά έργα:  ΄Οδός Δημιουργικής Γραφής΄ αρ. 2, 2013 εκδόσεις Οσελότος, ΄Ανθολογία Σύντομου Διηγήματος΄, 2014 εκδόσεις Γραφομηχανή και σε λογοτεχνικά διαδικτυακά περιοδικά.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΕΡΓΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΡΓΟΥ

Δύο αποσπάσματα από το νουβέλα ΄Φτερά παγωνιού΄, 2017 εκδόσεις Γκοβόστη

  1. Όσο παρατηρώ τη φωτογραφία τόσο μελαγχολώ. Στο βλέμμα της αποτυπώνεται κάτι σαν παράνοια, αλλά το περίεργο είναι ότι μέσα από αυτήν αισθάνομαι να αποκαλύπτεται η ζωή μου. Για μια στιγμή φοβάμαι ότι μπορεί να είμαι άρρωστη κι εγώ· ότι μπορεί να έχω κολλήσει την αρρώστια της και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Άλλο αν τώρα πια είναι αργά και μοιάζει να μην έχει νόημα τίποτα απολύτως, αφού όσο και αν την κατηγορήσω δεν θα πετύχω τίποτα· ούτε το θολό της βλέμμα μπορεί να αλλάξει ούτε και η ζωή μου που δεν μπορεί παρά να επηρεάστηκε από το κοίταγμά της. Νιώθω άβολα. Όλα μου φαίνονται ανούσια, ψυχρά και αδιάφορα. Το μόνο που πραγματικά επιθυμώ είναι να βρεθώ στο σπίτι μόνη, έχοντας αφήσει πίσω τις υποχρεώσεις τής κάθε μέρας. Νιώθω όλο και περισσότερο να αδειάζω από καλά συναισθήματα και να παίρνουν τη θέση τους η ψυχρότητα και η παγωνιά· η παγωνιά που πάντα διέκρινα στο βλέμμα της και που τώρα αισθάνομαι τον χρόνο να επιστρέφει και τις περασμένες στιγμές να περιστρέφονται γύρω από τα μάτια της, όπως όταν την κοιτούσα αναζητώντας την αποδοχή και εισπράττοντας την αποδοκιμασία ή την αμφισβήτηση, σαν να μην με πίστευε ποτέ.
  1. Αναρωτήθηκα ποιον και τι αγαπούσα, αλλά σκέφτομαι ότι θα χρειαζόταν αρκετός χρόνος να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη και να μην απαντήσω βιαστικά, λέγοντας ότι μάλλον δεν αγαπούσα κανέναν και τίποτα. Και τότε θυμήθηκα τη γάτα μου και χάρηκα γιατί τουλάχιστον αγαπούσα αυτό το ζώο. Τον Λάζαρο ας πούμε τον αγαπούσα; Τη δουλειά μου; Τη ζωή μου αλλά και τη ζωή γενικά; Τις μικρές στιγμές μου; Συνειδητοποιούσα ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αγαπούσα πολύ, αν και για όλα ένιωθα κατά καιρούς συγκίνηση. Συγκίνηση μαζί με θλίψη και δέος για όλα τα πλάσματα που βρέθηκαν σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς να ρωτηθούν, παλεύοντας να βρουν ένα νόημα, καταδικασμένα να νιώσουν τόσο πόνο μόνο και μόνο για να ανταποκριθούν στο «πρωτόκολλο της ζωής». Η ζωή τελικά μπορεί και να γεννιέται μ’ έναν θάνατο, όπως κι εγώ τώρα ξαναγεννιόμουν αλλάζοντας τη μοίρα μου. Αν αυτή μ’ έφτιαξε κι έγινα αυτό που είμαι, εγώ η ίδια θα με αποδομούσα. Κάθε νέα σκέψη θα έκρυβε την επιθυμία μου για την πραγματική ελευθερία. Μπορούσα να είμαι ελεύθερη κάνοντας κάτι τολμηρό, αλλάζοντας το παρελθόν μου και αφαιρώντας όλα με όσα χωρίς να το επιλέξω συνδέθηκα περισσότερο.-